- μαρμαρίτις
- μαρμαρῑτις, -ιδος, ἡ (Α)1. (για πέτρα) αυτή που είναι όμοια με το μάρμαρο2. είδος φυτού τού γένους παιωνία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + επίθημα -ῖτις (πρβλ. κυαν-ίτις, λιμεν-ίης). Το φυτό πήρε την ονομασία αυτή λόγω τού κυανόφαιου χρώματος τών φύλλων του].
Dictionary of Greek. 2013.